- κρατηρία
- κρατηρία, ἡ (Α) [κρατήρ]δοχείο για ανάμιξη φαρμάκων και άλλων ουσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατηρίᾳ — κρατηρίᾱͅ , κρατηρία bowl fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίας — κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem acc pl κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίαν — κρατηρίᾱν , κρατηρία bowl fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίης — κρατηρία bowl fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)